Obwąchiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: obwąchiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μύτη, sniffing, εισπνοή, μυρίζει, όσφρησης, ρουθουνίζοντας
Obwąchiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciułacz στα ελληνικά - συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
  • dymny στα ελληνικά - καπνιστός, καπνιστή, smoky, καπνό, καπνιστού
  • dysharmonijny στα ελληνικά - δυσαρμονική, δυσαρμονικές, δυσαρμονικών
  • humorysta στα ελληνικά - ευθυμόγραφος, ευθυμογράφο, ευθυμογράφων, ευθυμογράφου, χιουμορίστας
Τυχαίες λέξεις
Obwąchiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μύτη, sniffing, εισπνοή, μυρίζει, όσφρησης, ρουθουνίζοντας