Odchować στα ελληνικά
Μετάφραση: odchować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφοδοτώ, σιτίζω, ταΐζω, φέρει επάνω, να εμφανιστεί, εμφανιστεί, φέρει μέχρι, να εμφανίσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- barłóg στα ελληνικά - σκουπίδια, απορρίμματα, παλέτα, παλέτας, παλέτες, παλετών, παλέτα ευρωπαλέτες
- bezdenny στα ελληνικά - άπειρος, φοβερός, απύθμενος, άπατος, απύθμενο, πυθμένα, χωρίς πυθμένα, ...
- bezplanowy στα ελληνικά - ακανόνιστος, άτακτος, τυχαίος, τυχαία, τυχαίο, τυχαίες, αμεθόδευτη
- ciasto στα ελληνικά - ζύμη, πίτα, κόλλα, κέικ, τούρτα, κέϊκ, πάστα, ...
Τυχαίες λέξεις
Odchować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, σιτίζω, ταΐζω, φέρει επάνω, να εμφανιστεί, εμφανιστεί, φέρει μέχρι, να εμφανίσετε
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, σιτίζω, ταΐζω, φέρει επάνω, να εμφανιστεί, εμφανιστεί, φέρει μέχρι, να εμφανίσετε