Oddział στα ελληνικά

Μετάφραση: oddział, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σώμα, τομή, διαίρεση, θάλαμος, προσχωρώ, κλάδος, τμήμα, προσκτώμαι, υποκατάστημα, μορφή, θυγατρική, παλούκι, διχασμός, μέρος, πρακτορείο, υπηρεσία, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
Oddział στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • domokrążca στα ελληνικά - γυρολόγος, μικρέμπορος, πλανόδιος πωλητής, μικροπωλητής, γυρολόγου
  • druty στα ελληνικά - σύρματα, καλώδια, συρμάτων, καλωδίων, τα καλώδια
  • ewangelista στα ελληνικά - ευαγγελιστής, ευαγγελιστή, Ευαγγελιστού, Evangelist, Ευαγγελική
  • gwintownik στα ελληνικά - παρακεντώ, βρύση, βρύσης, πατήστε, της βρύσης, πιέστε
Τυχαίες λέξεις
Oddział στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σώμα, τομή, διαίρεση, θάλαμος, προσχωρώ, κλάδος, τμήμα, προσκτώμαι, υποκατάστημα, μορφή, θυγατρική, παλούκι, διχασμός, μέρος, πρακτορείο, υπηρεσία, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου