Oddzielać στα ελληνικά

Μετάφραση: oddzielać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απομονώνω, ιδιαίτερος, χωριστός, κόβω, ξεχωριστός, αποκολλώ, αποκόβω, χωρίζω, θεωρητικός, μερίδιο, διαχωρίζω, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Oddzielać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akceptowalność στα ελληνικά - αποδοχής, αποδοχή, αποδεκτό, δυνατότητα αποδοχής, την αποδοχή
  • beżowy στα ελληνικά - μπεζ, μπέζ, beige, υπόφαιο
  • cięgło στα ελληνικά - ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, Στουπιά, Κοτσαδόρος, στουπί
  • grudkowaty στα ελληνικά - σβωλιασμένος, χονδρός, αδέξιος, σβωλιασμένο, άμορφο
Τυχαίες λέξεις
Oddzielać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απομονώνω, ιδιαίτερος, χωριστός, κόβω, ξεχωριστός, αποκολλώ, αποκόβω, χωρίζω, θεωρητικός, μερίδιο, διαχωρίζω, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή