Odkryć στα ελληνικά

Μετάφραση: odkryć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεύρεση, αποκαλύπτω, εύρημα, βρίσκω, διαφαίνομαι, ανιχνεύω, ανακαλύπτω, ανακαλύψετε, ανακαλύψουν, ανακαλύψει, ανακαλύψτε
Odkryć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • browning στα ελληνικά - Browning, αμαύρωση, Μπράουνινγκ, αμαύρωσης, ο Browning
  • desperacja στα ελληνικά - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απογοήτευση, απόγνωσης
  • fazowanie στα ελληνικά - λοξότμηση, λοξοτόμηση, γωνιοτομής, λοξοτμηση
  • garażować στα ελληνικά - γκαράζ, στάθμευσης, συνεργείο, garage, του γκαράζ
Τυχαίες λέξεις
Odkryć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεύρεση, αποκαλύπτω, εύρημα, βρίσκω, διαφαίνομαι, ανιχνεύω, ανακαλύπτω, ανακαλύψετε, ανακαλύψουν, ανακαλύψει, ανακαλύψτε