Odkrywać στα ελληνικά
Μετάφραση: odkrywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποστήριγμα, εξαναγκάζω, συμπαράσταση, ανιχνεύω, στήριγμα, διαφαίνομαι, φτιάχνω, βρίσκω, ανακαλύπτω, ανεύρεση, κατασκευάζω, βοήθεια, εύρημα, γυμνός, αποκαλύπτω, κάνω, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- domniemany στα ελληνικά - δήθεν, θεωρούμενος, υποθετική, υποθετικό, υποτιθέμενη, υποτιθέμενο
- dopłacać στα ελληνικά - πληρώσουν επιπλέον, πληρώσει επιπλέον, να πληρώσει επιπλέον, πληρώσετε επιπλέον, πληρώνουν επιπλέον
- dotyczący στα ελληνικά - συγγενής, επί, κατά, για, σχετικά, σε
- gołąbek στα ελληνικά - περιστέρι, περιστεριού, περιστερά, το περιστέρι, περιστεριών
Τυχαίες λέξεις
Odkrywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποστήριγμα, εξαναγκάζω, συμπαράσταση, ανιχνεύω, στήριγμα, διαφαίνομαι, φτιάχνω, βρίσκω, ανακαλύπτω, ανεύρεση, κατασκευάζω, βοήθεια, εύρημα, γυμνός, αποκαλύπτω, κάνω, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
Μεταφράσεις: υποστήριγμα, εξαναγκάζω, συμπαράσταση, ανιχνεύω, στήριγμα, διαφαίνομαι, φτιάχνω, βρίσκω, ανακαλύπτω, ανεύρεση, κατασκευάζω, βοήθεια, εύρημα, γυμνός, αποκαλύπτω, κάνω, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε