Odległy στα ελληνικά
Μετάφραση: odległy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόμακρος, μακριά, ψυχρός, απόκεντρος, απομακρυσμένος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bo στα ελληνικά - γιατί, διότι, επειδή, λόγω
- dostosowywać στα ελληνικά - αρμόζω, σκελετός, πλαισιώνω, διασκευάζω, βολεύω, προσαρμόζω, σώμα, ...
- gadanie στα ελληνικά - φλυαρώ, κουραφέξαλα, ομιλία, ασυναρτησίες, μιλώ, κελαρύζω, ψιττακίζω, ...
- inwestować στα ελληνικά - εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, ...
Τυχαίες λέξεις
Odległy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόμακρος, μακριά, ψυχρός, απόκεντρος, απομακρυσμένος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Μεταφράσεις: απόμακρος, μακριά, ψυχρός, απόκεντρος, απομακρυσμένος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως