Odmawiać στα ελληνικά

Μετάφραση: odmawiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απουσία, σκουπίδια, αθέτηση, αθετώ, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
Odmawiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baretka στα ελληνικά - κορδέλα, κορδέλλα, ταινία, ταινίας, κορδέλας
  • czerw στα ελληνικά - grub, το grub, του grub, σκουλήκια, προνύμφη
  • dystrykt στα ελληνικά - περιοχή, μαχαλάς, περιφέρεια, συνοικία, περιοχής, διαμέρισμα
  • ewolucjonizm στα ελληνικά - εξελικτισμός, εξελικτισμό, εξελικτικισμό, εξελικτισμού, εξελικτική
Τυχαίες λέξεις
Odmawiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απουσία, σκουπίδια, αθέτηση, αθετώ, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί