Odnawiać στα ελληνικά

Μετάφραση: odnawiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακτώ, υπόλοιπος, αποκαθιστώ, διακοσμώ, ανακαινίζω, αναστηλώνω, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, αποκατασταθεί, αποκαταστήσει, την αποκατάσταση, επαναφέρετε, την αποκατάσταση της
Odnawiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • banalny στα ελληνικά - τετριμμένος, μπαγιάτικος, ασήμαντος, κοινός, κοινότυπος, ασήμαντο, ασήμαντα, ...
  • ciężko στα ελληνικά - τσουχτερός, πυκνός, ισχυρός, πικρά, άκαμπτος, δύσκολος, αλύγιστος, ...
  • czyścić στα ελληνικά - πινέλο, χτενίζω, κομψός, κουρεύω, τρίβω, εκκαθαρίζω, κλαδεύω, ...
  • dzierżawić στα ελληνικά - μίσθωση, εκμίσθωση, νοίκι, νοικάρης, ενοίκιο, κολίγας, ένοικος, ...
Τυχαίες λέξεις
Odnawiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακτώ, υπόλοιπος, αποκαθιστώ, διακοσμώ, ανακαινίζω, αναστηλώνω, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, αποκατασταθεί, αποκαταστήσει, την αποκατάσταση, επαναφέρετε, την αποκατάσταση της