Odnośnik στα ελληνικά
Μετάφραση: odnośnik, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναγωγή, υποσημείωση, αναφορά, παραπομπή, αναφοράς, αναφοράς για, αναφοράς που
Μεταφράσεις
- elektromagnetyczny στα ελληνικά - ηλεκτρομαγνητικός, ηλεκτρομαγνητική, ηλεκτρομαγνητικά, ηλεκτρομαγνητικών, ηλεκτρομαγνητικής
- gnieść στα ελληνικά - ζουλώ, συνωστισμός, μαλάζω, πρεσάρω, πατικώνω, πιέζω, πνίγω, ...
- gnoić στα ελληνικά - σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
- impregnacja στα ελληνικά - γονιμοποίηση, εμπότιση, εμποτισμού, εμποτισμό, εμποτισμός
Τυχαίες λέξεις
Odnośnik στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναγωγή, υποσημείωση, αναφορά, παραπομπή, αναφοράς, αναφοράς για, αναφοράς που
Μεταφράσεις: αναγωγή, υποσημείωση, αναφορά, παραπομπή, αναφοράς, αναφοράς για, αναφοράς που