Odrętwienie στα ελληνικά

Μετάφραση: odrętwienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμβροντησία, αδράνεια, νάρκη, μούδιασμα, κατάπληξη, αιμωδία, μουδιάσματος, το μούδιασμα, μουδιάσματα
Odrętwienie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blanszowanie στα ελληνικά - ζεμάτισμα, λεύκανσης, ζεματίσματος, το ζεμάτισμα, τη λεύκανση
  • dureń στα ελληνικά - στουρνάρι, βλάκας, βυζί, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
  • elektroencefalografia στα ελληνικά - ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, ηλεκτροεγκεφαλογραφία, ηλεκτροεγκεφαλογραφίας, το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα
  • frakcja στα ελληνικά - φατρία, κλάσμα, κλάσματος, μέρος, τμήμα, κλάσμα που
Τυχαίες λέξεις
Odrętwienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμβροντησία, αδράνεια, νάρκη, μούδιασμα, κατάπληξη, αιμωδία, μουδιάσματος, το μούδιασμα, μουδιάσματα