Odrywać στα ελληνικά
Μετάφραση: odrywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόβω, αποκόβω, τράβηγμα, αποσπώ, τραβώ, διασπώ, αποκολλώ, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezsprzeczny στα ελληνικά - αδιαφιλονίκητος, αμφισβητείται, αναμφισβήτητο, δεν αμφισβητείται, αδιαμφισβήτητο
- bzdurzyć στα ελληνικά - μωρολογώ, σαλιαρίζω, drool, σάλια, σάλια τρέχουν
- dogadzanie στα ελληνικά - μακροθυμία, επιείκεια, ευχάριστος, ευχάριστο, ευχάριστη, παρακαλώντας, ευχάριστα
- groźny στα ελληνικά - επιβλητικός, ανελέητος, φρικτός, αυστηρός, ριψοκίνδυνος, απαίσιος, επικείμενος, ...
Τυχαίες λέξεις
Odrywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόβω, αποκόβω, τράβηγμα, αποσπώ, τραβώ, διασπώ, αποκολλώ, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Μεταφράσεις: κόβω, αποκόβω, τράβηγμα, αποσπώ, τραβώ, διασπώ, αποκολλώ, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί