Διασπώ στα πολωνικά

Μετάφραση: διασπώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeszkadzać, oderwać, rozrywać, odrywać, rozpraszać, niepokoić, odciągać, rozłupać, rozszczepiać, Rive
Διασπώ στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασπώ

διασπώ συνώνυμα, διασπώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, διασπώ στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • διασπείρω στα πολωνικά - rozrzucać, rozprowadzać, posiać, rozbiegać, szerzyć, rzednieć, rozsiewać, ...
  • διασπορά στα πολωνικά - dyspersja, rozszczepienie, rozproszenie, rozsiew, rozrzut, rozpraszanie, dyspersji
  • διαστέλλω στα πολωνικά - rozbudować, rozepchać, poszerzyć, rozszerzać, roztłaczać, rozwijać, rozprzestrzeniać, ...
  • διασταλτός στα πολωνικά - rozciągliwy, rozszerzalny
Τυχαίες λέξεις
Διασπώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przeszkadzać, oderwać, rozrywać, odrywać, rozpraszać, niepokoić, odciągać, rozłupać, rozszczepiać, Rive