Odstrzelić στα ελληνικά
Μετάφραση: odstrzelić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτιά, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιά, πυροβολούν, πυροβολήσει, σουτ, πυροβολήσουν, να πυροβολήσει
Μεταφράσεις
- całościowy στα ελληνικά - σύνολο, ολικός, γενικός, περιεκτικός, πλήρης, ποδιά, συνολικός, ...
- elektrotechniczny στα ελληνικά - ηλεκτροτεχνικό, ηλεκτροτεχνικών, Ηλεκτροτεχνικής, των ηλεκτρολογικών, ηλεκτροτεχνικά
- emulacja στα ελληνικά - άμιλλα, εξομοίωσης, εξομοίωση, προσομοίωση, προσομοίωσης
- fundamentalista στα ελληνικά - φονταμενταλιστική, φονταμενταλιστικές, φονταμενταλιστικά, φονταμενταλιστικό, φονταμενταλιστικών
Τυχαίες λέξεις
Odstrzelić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτιά, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιά, πυροβολούν, πυροβολήσει, σουτ, πυροβολήσουν, να πυροβολήσει
Μεταφράσεις: φωτιά, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιά, πυροβολούν, πυροβολήσει, σουτ, πυροβολήσουν, να πυροβολήσει