Ograniczenie στα ελληνικά

Μετάφραση: ograniczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφεδρεία, μεθόριος, περιορίζω, σύνορο, περιορισμός, σύντμηση, παρακαταθήκη, τροχοπεδώ, στέρηση, περιστολή, φραγμός, εφεδρικός, πρόκριση, συστολή, σύνοψη, εξαναγκασμός, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Ograniczenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ametystowy στα ελληνικά - amethystine
  • charczeć στα ελληνικά - γρυλλισμός, γρυλλίζω, βουτυρόψαρο, γρύλισμα, grunt
  • chiromanta στα ελληνικά - χειρομάντης, χειρομάντη, χειρομάντες
  • gacie στα ελληνικά - υποσκάπτω, παντελόνι, παντελόνια, εσώρουχα, το παντελόνι, pants
Τυχαίες λέξεις
Ograniczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφεδρεία, μεθόριος, περιορίζω, σύνορο, περιορισμός, σύντμηση, παρακαταθήκη, τροχοπεδώ, στέρηση, περιστολή, φραγμός, εφεδρικός, πρόκριση, συστολή, σύνοψη, εξαναγκασμός, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας