Στέρηση στα πολωνικά

Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utrata, ograniczenie, pozbawienie, pozbawienia, deprywacji, deprywacja, pozbawianie
Στέρηση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέρηση

στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας πολωνικά, στέρηση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • στέμμα στα πολωνικά - wieńczyć, raczek, koronować, wieniec, uwieńczyć, zwieńczać, szczyt, ...
  • στένωση στα πολωνικά - zatamowanie, zaparcie, niedrożność, zawada, utrudnianie, przeszkoda, zatkanie, ...
  • στέψη στα πολωνικά - koronacja, koronacji, koronacyjny, Ukoronowanie, coronation
  • στήθος στα πολωνικά - szkatułka, sutek, gors, przodek, skrzynia, kufer, klatka, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: utrata, ograniczenie, pozbawienie, pozbawienia, deprywacji, deprywacja, pozbawianie