Oko στα ελληνικά

Μετάφραση: oko, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Oko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antagonizować στα ελληνικά - ανταγωνίζονται, ανταγωνίζεται, ανταγωνίζονται την, ανταγωνιστεί, να ανταγωνίζεται
  • chwalca στα ελληνικά - θαυμαστής, θαυμαστή, λάτρης, θαυμάστρια, θαυμαστής του
  • czołg στα ελληνικά - ερπετό, δεξαμενή, δεξαμενής, δοχείο, ρεζερβουάρ, δοχείου
  • dostępny στα ελληνικά - διαθέσιμος, ευπρόσιτος, προσηνής, ευπροσήγορος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, ...
Τυχαίες λέξεις
Oko στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού