Οφθαλμός στα πολωνικά
Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wpatrywać, oczko, ślepie, oko, przypatrywać, patrzeć, Eye, oczu, oka, oczy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφθαλμός
οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας πολωνικά, οφθαλμός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ουσιώδης στα πολωνικά - zasadniczy, fundamentalny, kardynalny, podstawa, ważny, funda, zasada, ...
- οφείλω στα πολωνικά - zawdzięczać, winien, zawdzięczamy, zawdzięczam, winni
- οχετός στα πολωνικά - ropociąg, przewód, studzienka, dren, osuszać, rurkowanie, odpływ, ...
- οχιά στα πολωνικά - sumator, żmija, viper, vipera, żmii, żmiję
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wpatrywać, oczko, ślepie, oko, przypatrywać, patrzeć, Eye, oczu, oka, oczy
Μεταφράσεις: wpatrywać, oczko, ślepie, oko, przypatrywać, patrzeć, Eye, oczu, oka, oczy