Okręt στα ελληνικά
Μετάφραση: okręt, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκεύος, σκάφος, πλοίο, αγγείο, πλοίου, πλοίων, του πλοίου, πλοία
Μεταφράσεις
- autoryzować στα ελληνικά - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
- cnotliwie στα ελληνικά - ενάρετα, ενάρετη, υλοποιούν νό ι ες, χρηστά ήθη, τα χρηστά ήθη
- cybuch στα ελληνικά - μίσχος, στέλεχος, στείρα, blowpipe, αυλός εμφύσησης, εμφύσηση με αυλό, λόγω σωλήνας εκφύσησης, ...
- goły στα ελληνικά - γυμνός, τσίτσιδος, γυμνά, γυμνό, γυμνή, γυμνού
Τυχαίες λέξεις
Okręt στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκεύος, σκάφος, πλοίο, αγγείο, πλοίου, πλοίων, του πλοίου, πλοία
Μεταφράσεις: σκεύος, σκάφος, πλοίο, αγγείο, πλοίου, πλοίων, του πλοίου, πλοία