Ondulować στα ελληνικά

Μετάφραση: ondulować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύμα
Ondulować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dzióbek στα ελληνικά - στόμα, στόμιο, ράμφος, στομίου, εκροής, στόμιο εκροής, στομίου εκροής
  • flecista στα ελληνικά - αυλητής, φλαουτίστας, φλαουτίστα, τον φλαουτίστα
  • gorączkowy στα ελληνικά - μανιώδης, πολυάσχολος, πυρετώδης, φρενιτιώδης, ταραχώδη, έντονους, ταραχώδης, ...
Τυχαίες λέξεις
Ondulować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύμα