Opętywać στα ελληνικά

Μετάφραση: opętywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, κατέχω, να, για, σε, με, για να
Opętywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aerobik στα ελληνικά - αερόμπικ, αεροβική γυμναστική, αεροβική, αεροβικής, αεροβικής γυμναστικής
  • dwuwęglan στα ελληνικά - διττανθρακικό, όξινο ανθρακικό, όξινο, διττανθρακικού, όξινου ανθρακικού
  • edytowalny στα ελληνικά - επεξεργάσιμο, επεξεργάσιμη, δυνατότητα επεξεργασίας, επεξεργάσιμα, με δυνατότητα επεξεργασίας
  • gamma-promieniotwórczy στα ελληνικά - γαμμα-, γάμμα, γάμα
Τυχαίες λέξεις
Opętywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, κατέχω, να, για, σε, με, για να