Opanowywać στα ελληνικά
Μετάφραση: opanowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερβαίνω, αιχμαλωσία, υποτάσσω, αιχμαλωτίζω, να κυριαρχήσει, να δαμάσει, να έχει τον έλεγχο, να ελέγξουν, να πλοίαρχος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestwić στα ελληνικά - δόλωμα, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα
- dziura στα ελληνικά - ορυχείο, λάκκος, διαρροή, κοιλότητα, τρύπα, διαρρέω, κουνελοφωλιά, ...
- dżdżysty στα ελληνικά - υγρός, βρεγμένος, περιχύω, βροχερός, βροχερή, βροχερές, βροχερό, ...
- indywidualista στα ελληνικά - ατομικιστής, ατομιστής, ατομικιστική, ατομικιστικές, ατομικιστικό
Τυχαίες λέξεις
Opanowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερβαίνω, αιχμαλωσία, υποτάσσω, αιχμαλωτίζω, να κυριαρχήσει, να δαμάσει, να έχει τον έλεγχο, να ελέγξουν, να πλοίαρχος
Μεταφράσεις: υπερβαίνω, αιχμαλωσία, υποτάσσω, αιχμαλωτίζω, να κυριαρχήσει, να δαμάσει, να έχει τον έλεγχο, να ελέγξουν, να πλοίαρχος