Opiekować στα ελληνικά
Μετάφραση: opiekować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμελούμαι, φροντίζω, περιποιούμαι, καβαλιέρος, φροντίδα, αναλάβει τη φροντίδα, φροντίσει, να φροντίσει, ασχοληθούν, να φροντίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chłopiec στα ελληνικά - αγόρι, παιδί, γκόμενος, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι
- dzielony στα ελληνικά - Κοινό, Κοινόχρηστο, Κοινόχρηστα, Κοινή, κοινόχρηστη
- humanitarny στα ελληνικά - επιεικής, ανθρωπιστικός, ανθρώπινος, ανθρώπινη, μη βάναυσης, μη βάναυση, ανθρώπινες
- igraszka στα ελληνικά - ευθυμία, διασκέδαση, τρέλες, πραγματάκι, σαχλαμάρα, μικροπράγμα, μικροπράγματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Opiekować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, φροντίζω, περιποιούμαι, καβαλιέρος, φροντίδα, αναλάβει τη φροντίδα, φροντίσει, να φροντίσει, ασχοληθούν, να φροντίζει
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, φροντίζω, περιποιούμαι, καβαλιέρος, φροντίδα, αναλάβει τη φροντίδα, φροντίσει, να φροντίσει, ασχοληθούν, να φροντίζει