Opierać στα ελληνικά
Μετάφραση: opierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάστημα, ακουμπώ, αντιστέκομαι, αψηφώ, γέρνω, βάθρο, χτίζω, συνορεύω, ιδρύω, βρήκα, κλίνω, άπαχος, μπόι, γη, μένω, εφάπτομαι, βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dorywcza στα ελληνικά - μονός, ανέμελος, Casual, περιστασιακή, Καθημερινά, Άνετος
- dynamiczny στα ελληνικά - ενεργητικός, δραστήριος, δυναμικός, δυναμική, δυναμικό, δυναμικής, δυναμικές
- granulowanie στα ελληνικά - κοκκοποίηση, κοκκοποίησης, κοκκοποιήσεως, κοκκιοποίηση, κοκκιοποίησης
- holm στα ελληνικά - νησίδα μέσα σε ποταμό, Holm, αριάς, αρίας, αριά
Τυχαίες λέξεις
Opierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάστημα, ακουμπώ, αντιστέκομαι, αψηφώ, γέρνω, βάθρο, χτίζω, συνορεύω, ιδρύω, βρήκα, κλίνω, άπαχος, μπόι, γη, μένω, εφάπτομαι, βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
Μεταφράσεις: ανάστημα, ακουμπώ, αντιστέκομαι, αψηφώ, γέρνω, βάθρο, χτίζω, συνορεύω, ιδρύω, βρήκα, κλίνω, άπαχος, μπόι, γη, μένω, εφάπτομαι, βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων