Oporność στα ελληνικά

Μετάφραση: oporność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντοχή, αντίσταση, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Oporność στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chciwie στα ελληνικά - άπληστα, λαίμαργα, greedily, απληστία, αχόρταγα
  • czytelnictwo στα ελληνικά - διάβασμα, ανάγνωση, ανάγνωσης, την ανάγνωση, αναγνώσεως
  • finanse στα ελληνικά - χρηματοδοτώ, θησαυροφυλάκιο, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance
  • hipostaza στα ελληνικά - υπόσταση, υπόστασις, υπόστασης, υποστάσεως, υπόστασή
Τυχαίες λέξεις
Oporność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντοχή, αντίσταση, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα