Opróżniać στα ελληνικά
Μετάφραση: opróżniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδειος, αδειάζω, εκκενώνω, εξάτμιση, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές
Μεταφράσεις
- antywirus στα ελληνικά - antivirus, προστασίας από ιούς, εντοπισμού ιών, αντιμετώπισης ιών, ιούς
- chwytacz στα ελληνικά - κράτημα, πιάνω, λαβή, πιάσιμο, πρόσφυση, λαβής
- denominacja στα ελληνικά - ονομασία, ονομαστική αξία, ονομασίας, ονομαστικής αξίας, ονομασία της
- duplikować στα ελληνικά - διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
Τυχαίες λέξεις
Opróżniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδειος, αδειάζω, εκκενώνω, εξάτμιση, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές
Μεταφράσεις: άδειος, αδειάζω, εκκενώνω, εξάτμιση, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές