Opublikować στα ελληνικά
Μετάφραση: opublikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημοσιεύω, τυπώνω, εμπριμέ, δημοσιεύει, δημοσιεύουν, δημοσιεύσει, δημοσίευση, δημοσιεύσουν
Μεταφράσεις
- chełpliwość στα ελληνικά - γκελ, κομπασμός, τον κομπασμό, κομπασμό, κομπορρημοσύνη που
- czwórnik στα ελληνικά - -way
- często στα ελληνικά - συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές
- dziad στα ελληνικά - βλάκας, ανίκανος
Τυχαίες λέξεις
Opublikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημοσιεύω, τυπώνω, εμπριμέ, δημοσιεύει, δημοσιεύουν, δημοσιεύσει, δημοσίευση, δημοσιεύσουν
Μεταφράσεις: δημοσιεύω, τυπώνω, εμπριμέ, δημοσιεύει, δημοσιεύουν, δημοσιεύσει, δημοσίευση, δημοσιεύσουν