Opustoszeć στα ελληνικά
Μετάφραση: opustoszeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδειος, αδειάσει, άδειασε, αδειάζουν, αδειάζει, εκκενωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adorator στα ελληνικά - θαυμαστής, προσκυνητής, λάτρης, λάτρη, λατρευτής, προσκυνητή
- decentralizacja στα ελληνικά - αποκέντρωση, αποκέντρωσης, την αποκέντρωση, η αποκέντρωση, της αποκέντρωσης
- dekompozycja στα ελληνικά - αποσύνθεση, αποσύνθεσης, διάσπαση, διάσπασης, αποσυνθέσεως
- dzielenie στα ελληνικά - διαιρώ, διαίρεση, μεραρχία, διχάζω, χωρίζω, διχασμός, τμήμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Opustoszeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδειος, αδειάσει, άδειασε, αδειάζουν, αδειάζει, εκκενωθεί
Μεταφράσεις: άδειος, αδειάσει, άδειασε, αδειάζουν, αδειάζει, εκκενωθεί