Osobowość στα ελληνικά

Μετάφραση: osobowość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικότητα, χαρακτήρας, χαρακτηριστικό, σουσούμι, φύση, αφιέρωμα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, της προσωπικότητας, την προσωπικότητα
Osobowość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • choreograf στα ελληνικά - χορογράφος, χορογράφο, χορογράφου, χορογραφία, τον χορογράφο
  • dodatkowy στα ελληνικά - μακρύτερος, περαιτέρω, πρόσθετος, μονός, παραπέρα, θυγατρική, άλλος, ...
  • ferma στα ελληνικά - αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
  • fizjologicznie στα ελληνικά - σωματικά, φυσιολογικώς, φυσιολογικά, τα φυσιολογικώς, τα φυσιολογικά, φυσιολογικός
Τυχαίες λέξεις
Osobowość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικότητα, χαρακτήρας, χαρακτηριστικό, σουσούμι, φύση, αφιέρωμα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, της προσωπικότητας, την προσωπικότητα