Προσωπικότητα στα πολωνικά

Μετάφραση: προσωπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
postawa, indywidualność, osobistość, osobowość, osobowości, osobowością, charakter
Προσωπικότητα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικότητα

προσωπικότητα τύπου d, προσωπικότητα ετυμολογία, προσωπικότητα χαρακτήρας, προσωπικότητα και ατομικές διαφορές, προσωπικότητα συνώνυμο, προσωπικότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, προσωπικότητα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • προσωπικό στα πολωνικά - sztab, obsadzać, personel, kadra, oś, pałka, załoga, ...
  • προσωπικός στα πολωνικά - niedyskretny, osobowy, indywidualny, imienny, personalny, osobisty, prywatny, ...
  • προσωποποιώ στα πολωνικά - uosabiać, personifikować, ucieleśniać, podszywać się pod, podszywać, podszyć
  • προσωρινά στα πολωνικά - chwilowo, tymczasowo, czasowo, przejściowo, tymczasowe, tymczasowego
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: postawa, indywidualność, osobistość, osobowość, osobowości, osobowością, charakter