Osuwać στα ελληνικά

Μετάφραση: osuwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέφτω, καταρρέω, υποχωρώ, κεσάτι, σωριάζομαι, να γλιστρήσει, για να γλιστρήσει, να ολισθήσει, να σύρετε, να ολισθαίνει
Osuwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gajowy στα ελληνικά - φύλακας περιοχής κυνηγιού, θηροφύλακας, ο θηροφύλακας, με το περίφημο
  • gładzica στα ελληνικά - γλώσσα, ευρωπαϊκής χωματίδας, χωματίδας, ευρωπαϊκή χωματίδα, χωματίδα
  • homogenizować στα ελληνικά - ομογενοποίηση, ομογενοποιεί, ομογενοποιούνται, ομογενοποιείται, ομοιογενοποιείται
  • indolencja στα ελληνικά - νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, ραστώνη, τεμπελιά
Τυχαίες λέξεις
Osuwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέφτω, καταρρέω, υποχωρώ, κεσάτι, σωριάζομαι, να γλιστρήσει, για να γλιστρήσει, να ολισθήσει, να σύρετε, να ολισθαίνει