Oszczędny στα ελληνικά
Μετάφραση: oszczędny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φειδωλός, οικονομικός, λιτός, οικονομία, αποταμίευση, οικονόμος, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- detergent στα ελληνικά - απορρυπαντικό, απορρυπαντικού, απορρυπαντικών, απορρυπαντικές, απορρυπαντικά
- dłutować στα ελληνικά - σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
- eksplozyjny στα ελληνικά - εκρηκτικός, εκρηκτική, εκρηκτικό, εκρηκτικές, εκρηκτικά
- grzecznościowy στα ελληνικά - αποπνιχτικός, κοντά, πνιγηρός, κολλητός, φιλοφρονητικός, ευγενικός, ευγενικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Oszczędny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φειδωλός, οικονομικός, λιτός, οικονομία, αποταμίευση, οικονόμος, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι
Μεταφράσεις: φειδωλός, οικονομικός, λιτός, οικονομία, αποταμίευση, οικονόμος, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι