Oszczędzić στα ελληνικά

Μετάφραση: oszczędzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασώζω, αποκρούω, αποταμιεύω, εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Oszczędzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aspekt στα ελληνικά - διάσταση, πλευρά, άποψη, θωριά, όψη, πτυχή, στοιχείο
  • cytolog στα ελληνικά - κυτταρολόγο, κυτταρολόγος
  • dwójłomność στα ελληνικά - διπλοδιαθλαστικότητα, διδιαθλαστικότητα, διπλή διάθλαση, δισδιαθλαστικότης, δισδιάθλασις
  • eter στα ελληνικά - αιθέρας, αιθέρα, αιθέρος, αιθέρα για, αιθήρ
Τυχαίες λέξεις
Oszczędzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασώζω, αποκρούω, αποταμιεύω, εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε