Pływać στα ελληνικά
Μετάφραση: pływać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κότερο, πανί, λούζομαι, κολυμπώ, πλέω, θαλαμηγός, φελλός, επιπλέω, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arcypasterz στα ελληνικά - αρχιποιμήν, τσέλιγκας, ο αρχιποιμήν
- cmentarzysko στα ελληνικά - νεκροταφείο, ταφή, ταφής, την ταφή, ταφικά, η ταφή
- gorączkowo στα ελληνικά - μανιωδώς, ξέφρενα, απεγνωσμένα, frantically, μανία
- grzecznie στα ελληνικά - ωραία, ευγενικά, δίκαιος, πανηγύρι, ξανθός, ευγένεια, με ευγένεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Pływać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κότερο, πανί, λούζομαι, κολυμπώ, πλέω, θαλαμηγός, φελλός, επιπλέω, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε
Μεταφράσεις: κότερο, πανί, λούζομαι, κολυμπώ, πλέω, θαλαμηγός, φελλός, επιπλέω, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε