Κότερο στα πολωνικά

Μετάφραση: κότερο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jacht, pływać, slup, Sloop, takielunek, slupem, slupa
Κότερο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κότερο

κότερο therapin, κότερο «ηλιάτορας», καμμένος κότερο, κότερο αγορα, κότερο λαζόπουλοσ, κότερο λεξικό γλώσσας πολωνικά, κότερο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κόστος στα πολωνικά - kosztowanie, koszt, ekonomiczność, kosz, kosztować, cena, oplatanie, ...
  • κότα στα πολωνικά - kura, kurze, hen, kur, kurę
  • κότσος στα πολωνικά - kok, drożdżówka, bułka, koka, szynion, babeczka, bun, ...
  • κότσυφας στα πολωνικά - kos, kosa, blackbird
Τυχαίες λέξεις
Κότερο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: jacht, pływać, slup, Sloop, takielunek, slupem, slupa