Pałować στα ελληνικά
Μετάφραση: pałować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωρός, στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, μπέρδεμα, πειράξουν, messing, βρωμίσει, βρωμίζει
Μεταφράσεις
- bezsilnie στα ελληνικά - ασθενώς, ελαφρώς, αδύναμα, ασθενή, ελαφρά
- cyklista στα ελληνικά - ποδηλάτης, ποδηλάτη, του ποδηλάτη, ποδηλάτες, ποδηλατών
- czupryna στα ελληνικά - σφουγγαρίστρα, σφουγγαρίζω, τραχύνω, shag, θαλασσοκόρακας, Θαλασσοκόρακα
- denerwujący στα ελληνικά - αγωνιώδη συνάντηση, γερά νεύρα, νεύρο-, σπάσιμο νεύρων, για γερά νεύρα
Τυχαίες λέξεις
Pałować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωρός, στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, μπέρδεμα, πειράξουν, messing, βρωμίσει, βρωμίζει
Μεταφράσεις: σωρός, στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, μπέρδεμα, πειράξουν, messing, βρωμίσει, βρωμίζει