Panowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: panowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασιλεία, ιθύνω, κτήση, κυριαρχία, πείθω, λικνίζομαι, εξουσιάζω, αποφασίζω, ταλαντεύομαι, βασιλεύω, αρμοδιότητα, περιοχή, κανόνας, έλεγχος, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- błyszcząco στα ελληνικά - διαύγεια, με διαύγεια, lucidly, διαυγή, εύστοχα
- czarter στα ελληνικά - καταστατικό, ναυλώνω, ναύλωση, καταστατικός χάρτης, Χάρτη, τσάρτερ, charter
- dyskobol στα ελληνικά - Δισκοβόλος, Discobolus, Δισκοβόλου, περίφημος δισκοβόλος
- dywersyfikacja στα ελληνικά - διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση, της διαφοροποίησης, η διαφοροποίηση
Τυχαίες λέξεις
Panowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασιλεία, ιθύνω, κτήση, κυριαρχία, πείθω, λικνίζομαι, εξουσιάζω, αποφασίζω, ταλαντεύομαι, βασιλεύω, αρμοδιότητα, περιοχή, κανόνας, έλεγχος, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Μεταφράσεις: βασιλεία, ιθύνω, κτήση, κυριαρχία, πείθω, λικνίζομαι, εξουσιάζω, αποφασίζω, ταλαντεύομαι, βασιλεύω, αρμοδιότητα, περιοχή, κανόνας, έλεγχος, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα