Park στα ελληνικά

Μετάφραση: park, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Park στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bystrość στα ελληνικά - οξύνοια, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, δεξιοτεχνία, διορατικότητα, ευστροφία, καπατσοσύνη, ...
  • bóżnica στα ελληνικά - συναγωγή, συναγωγής, Synagogue, συναγωγή της
  • czeladnik στα ελληνικά - δόκιμος, ειδικευμένος τεχνίτης, τεχνίτη, τεχνίτης, από τεχνίτη, τον τεχνίτη
  • ekosfera στα ελληνικά - Ekosfera
Τυχαίες λέξεις
Park στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης