Parkować στα ελληνικά

Μετάφραση: parkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Parkować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agitacja στα ελληνικά - ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
  • bratobójczy στα ελληνικά - αδελφοκτονικός, αδελφοκτόνος, αδελφοκτόνο, αδελφοκτόνων, αδελφοκτόνου
  • dopisek στα ελληνικά - καταχώρηση, προσθήκη, υποσημείωση, υστερόγραφο, PostScript, βραδιά στο υστερόγραφο, στο υστερόγραφο
  • ekonomicznie στα ελληνικά - οικονομικά, οικονομική, από οικονομική, οικονομικώς, οικονομικής
Τυχαίες λέξεις
Parkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης