Pełen στα ελληνικά

Μετάφραση: pełen, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστόμιο, μεστός, πλήρης, ολικός, χείλος, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Pełen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antyklina στα ελληνικά - αντίκλινο, αντικλινική, anticline, αντικλίνου
  • beta-radioaktywny στα ελληνικά - βήτα-, βήτα, β-
  • boleść στα ελληνικά - αγωνιώ, θλίψη, ατυχία, αγωνία, καημός, πόνος, άγχος, ...
  • gnać στα ελληνικά - ταχύτητα, βιασύνη, επισπεύδω, βέλος, τρέχω, ορμή, φόρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Pełen στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστόμιο, μεστός, πλήρης, ολικός, χείλος, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες