Pełnoprawny στα ελληνικά
Μετάφραση: pełnoprawny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήρης, ολικός, μεστός, γεμάτος, πλήρεις, ολοκληρωμένο, πλήρες, ολοκληρωμένων, πλήρως ανεπτυγμένη
Μεταφράσεις
- drobiarski στα ελληνικά - πουλερικά, πουλερικών, τα πουλερικά, των πουλερικών, πουλερικών που
- dziegieć στα ελληνικά - πίσσα, κατράμι, ναύτης, πίσσας, σε πίσσα, tar, την πίσσα
- fiasko στα ελληνικά - φιάσκο, αποτυχία, φέσι, παράλειψη, βλάβη, ανεπάρκεια, αποτυχίας
- indoktrynować στα ελληνικά - κατηχώ πολιτική, διαπαιδαγωγούν, εμποτιστούν τα, κατηχήσει, να κατηχεί
Τυχαίες λέξεις
Pełnoprawny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήρης, ολικός, μεστός, γεμάτος, πλήρεις, ολοκληρωμένο, πλήρες, ολοκληρωμένων, πλήρως ανεπτυγμένη
Μεταφράσεις: πλήρης, ολικός, μεστός, γεμάτος, πλήρεις, ολοκληρωμένο, πλήρες, ολοκληρωμένων, πλήρως ανεπτυγμένη