Perswadować στα ελληνικά

Μετάφραση: perswadować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιχειρηματολογώ, πείθω, διαφωνώ, διαπληκτίζομαι, πείσει, να πείσει, πείσουν, πείσουμε, πεισθούν
Perswadować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezmiernie στα ελληνικά - ασύγκριτα, αφάνταστα, απροσμέτρητα, ανυπολόγιστα, αμέτρητα
  • doczyszczać στα ελληνικά - καθαρός, καθαρίζω
  • fenoloftaleina στα ελληνικά - φαινολοφθαλεΐνη, φαινολοφθαλεϊνη, φαινολοφθαλεΐνης, φαινυλοφθαλεΐνης, φαινολοφθαλεϊνης
  • grawer στα ελληνικά - χαράκτης, χαράκτη, engraver, χαράκτριας, χαράκτρια
Τυχαίες λέξεις
Perswadować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιχειρηματολογώ, πείθω, διαφωνώ, διαπληκτίζομαι, πείσει, να πείσει, πείσουν, πείσουμε, πεισθούν