Pień στα ελληνικά
Μετάφραση: pień, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβοσκίδα, παρακρατώ, στηρίγματα, στείρα, στέλεχος, απόθεμα, μπαούλο, κούτσουρο, φραγμός, σεντούκι, μίσχος, κορμός, κορμό, κορμού, του κορμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abandon στα ελληνικά - εγκατάλειψη, εγκατάλειψης, την εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη, εγκαταλείψεως
- certyfikować στα ελληνικά - βεβαιώνω, πιστοποιώ, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
- geometrycznie στα ελληνικά - γεωμετρικά, γεωμετρικώς, γεωμετρική, γεωμετρικές, με γεωμετρική
- imperialistyczny στα ελληνικά - ιμπεριαλιστική, ιμπεριαλιστικές, ιμπεριαλιστικό, ιμπεριαλιστικών, ιμπεριαλιστικού
Τυχαίες λέξεις
Pień στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβοσκίδα, παρακρατώ, στηρίγματα, στείρα, στέλεχος, απόθεμα, μπαούλο, κούτσουρο, φραγμός, σεντούκι, μίσχος, κορμός, κορμό, κορμού, του κορμού
Μεταφράσεις: προβοσκίδα, παρακρατώ, στηρίγματα, στείρα, στέλεχος, απόθεμα, μπαούλο, κούτσουρο, φραγμός, σεντούκι, μίσχος, κορμός, κορμό, κορμού, του κορμού