Pielęgnować στα ελληνικά

Μετάφραση: pielęgnować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακολουθώ, νοσοκόμα, παραβρίσκομαι, τρέφω, βάγια, θησαυρός, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Pielęgnować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aromat στα ελληνικά - ευωδία, άρωμα, ευωδιά, οσμή, μυρωδιά, γεύομαι, ζήλος, ...
  • firmament στα ελληνικά - ουρανός, ουράνιος θόλος, στερέωμα, στερεώματος, το στερέωμα
  • instruktor στα ελληνικά - δάσκαλος, προπονητής, εκπαιδευτής, εκπαιδευτή, εκπαιδευτικός, διδάσκοντος
Τυχαίες λέξεις
Pielęgnować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακολουθώ, νοσοκόμα, παραβρίσκομαι, τρέφω, βάγια, θησαυρός, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα