Βάγια στα πολωνικά

Μετάφραση: βάγια, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pielęgnować, niańczyć, wypielęgnować, pielęgniarz, doglądać, niańka, pielęgniarka, mamka, palma, dłoń, palm, palmy, palmowych
Βάγια στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάγια

βάγια ζεππάτου, βάγια ταύρος, βάγια καραφεϊζη, βάγια βλάχου, βάγια νικλήτσα, βάγια λεξικό γλώσσας πολωνικά, βάγια στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αύρα στα πολωνικά - powiew, łatwizna, bąk, wicherek, chmura, nimbus, nimb, ...
  • αύριο στα πολωνικά - poranek, jutro, jutra, się jutro
  • βάζω στα πολωνικά - sklep, składać, dzieża, przypuszczalny, odnieść, zapamiętać, wcielić, ...
  • βάθος στα πολωνικά - głębina, głębia, toń, głębokość, otchłań, dogłębność, głębi, ...
Τυχαίες λέξεις
Βάγια στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: pielęgnować, niańczyć, wypielęgnować, pielęgniarz, doglądać, niańka, pielęgniarka, mamka, palma, dłoń, palm, palmy, palmowych