Λέξη: προγραμματίζω

Σχετικές λέξεις: προγραμματίζω

πως προγραμματίζω, προγραμματίζω αγγλικα, προγραμματίζω μετάφραση, προγραμματίζω σημαίνει να κοιτάζω μπροστά κι ελέγχω σημαίνει να κοιτάζω πίσω, προγραμματίζω συνώνυμα

Μεταφράσεις: προγραμματίζω

προγραμματίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
schedule, I plan, I schedule, reprogram, I reprogram, am planning

προγραμματίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
planificar, horario, programa, planeo, Tengo previsto, Mi plan es, Tengo pensado, tengo la intención

προγραμματίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sendeplan, flugplan, ansetzen, anhang, fahrplan, liste, verzeichnis, zeitplan, tabelle, terminplan, programm, ich habe vor,, ich habe vor, ich plane, plane ich

προγραμματίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
relevé, projeter, affecter, registre, destiner, répertoire, calendrier, planifier, index, plan, établir, horaire, assigner, liste, programme, je prévois, je ai l'intention, je projette, je envisage, je planifie

προγραμματίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
registro, orario, ho intenzione, ho intenzione di, ho in programma, intendo

προγραμματίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cenário, horário, escalonar, programação, eu planejo, eu pretendo, Estou pensando, I planejar, eu planeio

προγραμματίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rooster, dienstregeling, ik ben van plan, ben ik van plan, ik plan, ik van plan ben

προγραμματίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
список, сочинять, реестр, план, расписание, режим, перечень, сочинить, составить, распорядок, таблица, каталог, программу, сложить, складывать, слагать, Я планирую, планирую, я собираюсь

προγραμματίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
timeplan, jeg har tenkt, jeg planlegger, planlegger jeg, jeg planlegger å

προγραμματίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jag planerar, jag planerat, jag tänker, jag planerar att, planerar jag

προγραμματίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikataulu, ohjelma, ajoittaa, Aion, suunnittelen

προγραμματίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jeg planlægger, jeg planlægger at, planlægger jeg, jeg regner, jeg regner med

προγραμματίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozvrh, soupis, plánovat, určit, plán, program, seznam, stanovit, mám v plánu, plánuji, hodlám, mám v úmyslu, plánuju

προγραμματίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
harmonogram, lista, przeznaczać, terminarz, planować, wykaz, rozkład, spis, taryfa, Planuję, I plan, zamierzam, mam zamiar, ja planuję

προγραμματίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ütemterv, azt tervezem, úgy tervezem, tervezem

προγραμματίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
program, Ben, I, ı, bir

προγραμματίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розпорядок, реєстр, режим, список, графік, Я

προγραμματίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kam planifikuar, kam planifikuar që, kam ndërmend, kam në plan, kam planifikuar për

προγραμματίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
планирам, Смятам, аз планирам, възнамерявам, Имам намерение

προγραμματίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Я

προγραμματίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõiduplaan, ajakava, tunniplaan, Kavatsen, ma plaani, ma plaanin, mul kavas, Mul on plaan

προγραμματίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tabela, spisak, pregled, program, Planiram, sam plan, Namjeravam, ja planiramo, kanim

προγραμματίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áætlun, ég ætla, sem ég ætla, ætla ég, Stefni, ég stefni

προγραμματίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Aš planuoju, ketinu, planuoju, aš planą, aš ketinu

προγραμματίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Es plānoju, es plānu, plānoju

προγραμματίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Планирам, јас план, Се планираат, јас планираат, што планираат

προγραμματίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
am de gând, Imi planific, Intenționez, planific

προγραμματίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plán, nameravam, I načrt, načrtujem, sem načrt

προγραμματίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
schéma, súpis, rozvrh, program, plán, mám, Reklama Mám, Uložit Mám, som
Τυχαίες λέξεις