Pikować στα ελληνικά

Μετάφραση: pikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταγώγιο, πάπλωμα, βουτώ, καταδύομαι, βουτιά, κατακόρυφη πτώση, nosedive, κατακόρυφη πτώση της
Pikować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blaszanka στα ελληνικά - μπορώ, κονσέρβα, κασσίτερος, κουτί, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, ...
  • cierpko στα ελληνικά - σκληρά, αυστηρά, δριμύτατα, σκληρότητα, απότομα
  • gąbczasty στα ελληνικά - σπογγώδης, σπογγώδες, σπογγώδη, σπογγώδους, σπογγώδεις
  • głodny στα ελληνικά - πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
Τυχαίες λέξεις
Pikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταγώγιο, πάπλωμα, βουτώ, καταδύομαι, βουτιά, κατακόρυφη πτώση, nosedive, κατακόρυφη πτώση της