Pobrzmiewać στα ελληνικά

Μετάφραση: pobrzmiewać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηχώ, ήχος, φωνή, γερός
Pobrzmiewać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • balistyka στα ελληνικά - βλητική, βληματολογία, ballistics, βαλιστικά, βαλλιστικά
  • bigamista στα ελληνικά - δίγαμος
  • hop στα ελληνικά - άνω, πάνω, πήδημα, λυκίσκος, λυκίσκου, χοπ
  • inżynieryjny στα ελληνικά - μηχανική, Μηχανικών, μηχανικής, μηχανικού, Engineering
Τυχαίες λέξεις
Pobrzmiewać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηχώ, ήχος, φωνή, γερός