Pochodzić στα ελληνικά

Μετάφραση: pochodzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορρέω, μίσχος, παράγομαι, προέρχομαι, ανήκω, έρχομαι, χαλάζι, στείρα, καταιγισμός, αντλώ, στέλεχος, κατάγονται, προέρχονται, καταγωγής, προέρχεται, κατάγονται από
Pochodzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alimentacja στα ελληνικά - σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
  • alkalia στα ελληνικά - αλκαλίων, αλκάλια, αλκαλικά, αλκαλικών, αλκαλίου
  • chłodnia στα ελληνικά - κρυολόγημα, κρύος, καταψύκτης, πούντα, καταψύκτη, κατάψυξη, ψυγείο
  • fuszerować στα ελληνικά - παλιάνθρωπος, χάνω, μπερμπάντης, κακοφτιάχνω, Μπανγκλ, Bungle, Τσαπατσουλιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Pochodzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορρέω, μίσχος, παράγομαι, προέρχομαι, ανήκω, έρχομαι, χαλάζι, στείρα, καταιγισμός, αντλώ, στέλεχος, κατάγονται, προέρχονται, καταγωγής, προέρχεται, κατάγονται από