Απορρέω στα πολωνικά
Μετάφραση: απορρέω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
promieniować, emanować, wypływać, pochodzić, aporreo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απορρέω
απορρέω λεξικό, αποφέρω ορισμός, απορρέω μετάφραση, αποφέρω συνώνυμα, απορρέω συνώνυμο, απορρέω λεξικό γλώσσας πολωνικά, απορρέω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αποποιούμαι στα πολωνικά - zrzekać, wypierać, wyrzekać, odprawa, afront, odrzucenie, odmowa, ...
- αποπομπή στα πολωνικά - zwolnienie, wymówienie, odwołanie, odprawa, wydalenie, dymisja, odprawienie, ...
- απορρίμματα στα πολωνικά - zaśmiecenie, podściółka, miot, barłóg, śmiecie, zaśmiecanie, śmiecić, ...
- απορρίπτω στα πολωνικά - odrzucać, zrzekać, brak, zaniechać, pozbywać, wyrzucać, zrzutka, ...
Τυχαίες λέξεις
Απορρέω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: promieniować, emanować, wypływać, pochodzić, aporreo
Μεταφράσεις: promieniować, emanować, wypływać, pochodzić, aporreo